- υπόγεως
- -ων, Αβλ. υπόγειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόγεως — ὑπόγεω̆ς , ὑπόγεως underground adverbial ὑπόγεω̆ς , ὑπόγεως underground masc/fem nom pl ὑπόγεω̆ς , ὑπόγεως underground masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογέῳ — ὑπόγεως underground masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόγεα — ὑπόγεως underground nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόγεων — ὑπόγεω̆ν , ὑπόγεως underground masc/fem/neut gen pl ὑπόγεω̆ν , ὑπόγεως underground masc/fem acc sg ὑπόγεω̆ν , ὑπόγεως underground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek